- ἀνυποδήτου
- ἀνυπόδητοςunshodmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενερόχρως — ἐνερόχρως, ο, η (Α) αυτός που έχει χρώμα νεκρού, όψη νεκρική («ἑνός... ἀνυπόδητου καὶ ἐνερόχρωτος», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ένερος + χρως «χρώμα»] … Dictionary of Greek
ξυπολυσιά — και ξυπολησιά, η [ξυπόλυτος] η κατάσταση τού ανυπόδητου, τού ξυπόλυτου … Dictionary of Greek
Φραντσιαμπίτζιο, Φραντσέσκο ντι Κριστόφανο, ο επιλεγόμενος- — (Franciabigio, Φλωρεντία 1482 – περ. 1525). Ιταλός ζωγράφος. Έζησε μέσα στην ατμόσφαιρα του φλωρεντιανού κλασικισμού που αντιπροσώπευαν οι Φρα’ Μπαρτολομέο και Μ. Αλμπερτινέλι. Ο Φ. υιοθέτησε στην τέχνη του έναν λαμπρό εκλεκτισμό (τοιχογραφίες… … Dictionary of Greek